1 Ελλην
(στρατός Pind.; πόλεμος Thuc.; φάτις Aesch. и φωνή Xen.; στολή Eur.)
(ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὴ Ἰουδαῖος NT.)
Древнегреческо-русский словарь > Ελλην